- ἀγόνῳ
- ἄγονονunbornneut dat sgἄγονοςunbornmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγονώ — ἀγονῶ ( έω) (Α) είμαι άγονος, στείρος, άκαρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γονῶ < γονή] … Dictionary of Greek